πάλαος

πάλαος
πάλαος, -ον (Α)
(αιολ. τ.) βλ. παλαιός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλαβός — ή, ό 1. ανισόρροπος, τρελός 2. ανόητος, ασύνετος 3. παράτολμος, ριψοκίνδυνος 4. παράφορα ερωτευμένος. επίρρ... παλαβά με παλαβό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *παλαλός < ἀπολωλός, μτχ. τού ἀπόλλυμαι. Κατ άλλους το επίθ. έχει προέλθει από το ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • παλαιός — ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. πάλαος, βοιωτ. παληός, λακων. τ. παλεός) βλ. παλιός …   Dictionary of Greek

  • παλιός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου. * * * ά, ό και παλαιός ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός) 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”